ἀπρόσλογος

ἀπρόσλογος
ἀπρόσ-λογος, ον,
A not to the point, Sch.Ar. V.1311, al. Adv.

-γως Plb.9.36.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσλογος — not to the point masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσλογώτατα — ἀπρόσλογος not to the point adverbial superl ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσλόγως — ἀπρόσλογος not to the point adverbial ἀπρόσλογος not to the point masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσλογον — ἀπρόσλογος not to the point masc/fem acc sg ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσλογα — ἀπρόσλογος not to the point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”